- λαμπικαριστός
- η , ό1) дистиллированный; 2) рафинированный; очищенный; 3) процеженный; профильтрованный; чистый, прозрачный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λαμπικαριστός — ή, ον [λαμπικαρίζω] λαμπικαρισμένος … Dictionary of Greek
αλαμπικάριστος — η, ο 1. ο μη αποσταγμένος, ο αδιύλιστος 2. αυτός που δεν κατακάθισε, ακαταστάλαχτος, θολός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + λαμπικαριστός < λαμπικαρίζω, λαμπικάρω*] … Dictionary of Greek